βαλσαμέλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλσαμέλαιο τα βαλσαμέλαια
      γενική του βαλσαμέλαιου
& βαλσαμελαίου
των βαλσαμέλαιων
& βαλσαμελαίων
    αιτιατική το βαλσαμέλαιο τα βαλσαμέλαια
     κλητική βαλσαμέλαιο βαλσαμέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλσαμέλαιο < βάλσαμ(ο) + -έλαιο

Ουσιαστικό

βαλσαμέλαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.