βαθομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθομετρικός η βαθομετρική το βαθομετρικό
      γενική του βαθομετρικού της βαθομετρικής του βαθομετρικού
    αιτιατική τον βαθομετρικό τη βαθομετρική το βαθομετρικό
     κλητική βαθομετρικέ βαθομετρική βαθομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθομετρικοί οι βαθομετρικές τα βαθομετρικά
      γενική των βαθομετρικών των βαθομετρικών των βαθομετρικών
    αιτιατική τους βαθομετρικούς τις βαθομετρικές τα βαθομετρικά
     κλητική βαθομετρικοί βαθομετρικές βαθομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαθομετρικός < βαθομέτρηση + -ικός

Επίθετο

βαθομετρικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.