βαθμονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμονομία οι βαθμονομίες
      γενική της βαθμονομίας των βαθμονομιών
    αιτιατική τη βαθμονομία τις βαθμονομίες
     κλητική βαθμονομία βαθμονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμονομία < βαθμονόμος + -ία

Ουσιαστικό

βαθμονομία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.