βαθμοθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαθμοθεσία | οι | βαθμοθεσίες |
| γενική | της | βαθμοθεσίας | των | βαθμοθεσιών |
| αιτιατική | τη | βαθμοθεσία | τις | βαθμοθεσίες |
| κλητική | βαθμοθεσία | βαθμοθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθμοθεσία < βαθμο- + -θεσία
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.θmo.θeˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θμο‐θε‐σί‐α
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βαθμοθεσία
|
→ δείτε τη λέξη βαθμολόγηση |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- βαθμοθεσία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.