βάκιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βάκιλος | οι | βάκιλοι |
| γενική | του | βακίλου & βάκιλου |
των | βακίλων |
| αιτιατική | τον | βάκιλο | τους | βακίλους & βάκιλους |
| κλητική | βάκιλε | βάκιλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάκιλος < (άμεσο δάνειο) λατινική bacillus (μικρή ράβδος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
βάκιλος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.