βάκιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάκιλος οι βάκιλοι
      γενική του βακίλου
& βάκιλου
των βακίλων
    αιτιατική τον βάκιλο τους βακίλους
& βάκιλους
     κλητική βάκιλε βάκιλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάκιλος < (άμεσο δάνειο) λατινική bacillus (μικρή ράβδος)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

βάκιλος αρσενικό

  • (ιατρική, μικροβιολογία) το γενικό όνομα βακτηρίου με σχήμα ράβδου και ειδικότερα ομάδας μορφών που παράγουν σπόρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.