αὐθεντία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- αὐθεντία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αὐθεντία
Ουσιαστικό
αὐθεντία θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
- αὐθεντιά
- ἀφεντία, ἀφεντιά, 'φεντιά
Εκφράσεις
- → δείτε τη λέξη ἀφεντία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αὐθέντης
Πηγές
- αυθεντία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αὐθεντίᾱ | αἱ | αὐθεντίαι | ||||
| γενική | τῆς | αὐθεντίᾱς | τῶν | αὐθεντιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | αὐθεντίᾳ | ταῖς | αὐθεντίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | αὐθεντίᾱν | τὰς | αὐθεντίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | αὐθεντίᾱ | αὐθεντίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐθεντίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐθεντίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- αὐθεντία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική αὐθέντ(ης) + -ία [1]
- και με κατάληξη -εία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αὐθέντης
Πηγές
- αὐθεντία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «αυθέντης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.