αἱμόρροια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἱμόρροι αἱ αἱμόρροιαι
      γενική τῆς αἱμορροίᾱς τῶν αἱμορροιῶν
      δοτική τῇ αἱμορροί ταῖς αἱμορροίαις
    αιτιατική τὴν αἱμόρροιᾰν τὰς αἱμορροίᾱς
     κλητική ! αἱμόρροι αἱμόρροιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἱμορροί
γεν-δοτ τοῖν  αἱμορροίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἱμόρροια < (αἷμα) αἱμό- + -ρροια (ῥέω)

Ουσιαστικό

αἱμόρροια θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.