αἱμόρροια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αἱμόρροιᾰ | αἱ | αἱμόρροιαι |
| γενική | τῆς | αἱμορροίᾱς | τῶν | αἱμορροιῶν |
| δοτική | τῇ | αἱμορροίᾳ | ταῖς | αἱμορροίαις |
| αιτιατική | τὴν | αἱμόρροιᾰν | τὰς | αἱμορροίᾱς |
| κλητική ὦ! | αἱμόρροιᾰ | αἱμόρροιαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμορροίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἱμορροίαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Πηγές
- αἱμόρροια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.