αχυρώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχυρώνας οι αχυρώνες
      γενική του αχυρώνα των αχυρώνων
    αιτιατική τον αχυρώνα τους αχυρώνες
     κλητική αχυρώνα αχυρώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχυρώνας < (ελληνιστική κοινή) ἀχυρών

Ουσιαστικό

αχυρώνας αρσενικό (και αχερώνα, αχερώνας, αχυρώνα)

  • κτίσμα που φυλάνε το άχυρο και μερικές φορές χρησιμοποιείται ταυτόχρονα σαν σταύλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.