αχερώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αχερώνας | οι | αχερώνες |
| γενική | του | αχερώνα | των | αχερώνων |
| αιτιατική | τον | αχερώνα | τους | αχερώνες |
| κλητική | αχερώνα | αχερώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αχερώνας < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αχερώνας
|
→ δείτε τη λέξη αχυρώνας |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.