αχείλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αχείλι | τα | αχείλια |
| γενική | του | αχειλιού | των | αχειλιών |
| αιτιατική | το | αχείλι | τα | αχείλια |
| κλητική | αχείλι | αχείλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αχείλι < μεσαιωνική ελληνική αχείλιν < αρχαία ελληνική χεῖλος
Μεταφράσεις
αχείλι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.