αφόπλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφόπλιση οι αφοπλίσεις
      γενική της αφόπλισης* των αφοπλίσεων
    αιτιατική την αφόπλιση τις αφοπλίσεις
     κλητική αφόπλιση αφοπλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφοπλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφόπλιση < αφοπλίζω + -ση

Ουσιαστικό

αφόπλιση θηλυκό

  1. ο αφοπλισμός
  2. η απενεργοποίηση της δυνατότητας πυροδότησης σε κάποιο όπλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.