αφόπλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφόπλιση | οι | αφοπλίσεις |
| γενική | της | αφόπλισης* | των | αφοπλίσεων |
| αιτιατική | την | αφόπλιση | τις | αφοπλίσεις |
| κλητική | αφόπλιση | αφοπλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφοπλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αφόπλιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.