αφυπνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφυπνιστικός | η | αφυπνιστική | το | αφυπνιστικό |
| γενική | του | αφυπνιστικού | της | αφυπνιστικής | του | αφυπνιστικού |
| αιτιατική | τον | αφυπνιστικό | την | αφυπνιστική | το | αφυπνιστικό |
| κλητική | αφυπνιστικέ | αφυπνιστική | αφυπνιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφυπνιστικοί | οι | αφυπνιστικές | τα | αφυπνιστικά |
| γενική | των | αφυπνιστικών | των | αφυπνιστικών | των | αφυπνιστικών |
| αιτιατική | τους | αφυπνιστικούς | τις | αφυπνιστικές | τα | αφυπνιστικά |
| κλητική | αφυπνιστικοί | αφυπνιστικές | αφυπνιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφυπνιστικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.