αφυδρογόνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφυδρογόνωση | οι | αφυδρογονώσεις |
| γενική | της | αφυδρογόνωσης | των | αφυδρογονώσεων |
| αιτιατική | την | αφυδρογόνωση | τις | αφυδρογονώσεις |
| κλητική | αφυδρογόνωση | αφυδρογονώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφυδρογόνωση < αφ- (από) + υδρογόνωση
Ουσιαστικό
αφυδρογόνωση θηλυκό
- (χημεία) η με χημική αντίδραση, διεργασία, αφαίρεσης ατόμου υδρογόνου από μία χημική ένωση
- ↪ το φαινόμενο της αφυδρογόνωσης απαντάται κυρίως κατά την πυρόλυση, όπου παράγονται ακόρεστοι υδρογονάνθρακες
- η αντίθετη διεργασία της υδρογόνωσης
Παράγωγα
- αφυδρογονώνω
- αφυδρογονωμένος
Μεταφράσεις
αφυδρογόνωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.