αφροντισία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφροντισία | οι | αφροντισίες |
| γενική | της | αφροντισίας | των | αφροντισιών |
| αιτιατική | την | αφροντισία | τις | αφροντισίες |
| κλητική | αφροντισία | αφροντισίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφροντισία < μεσαιωνική ελληνική αφροντισία < φροντίζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φροντίζω
Μεταφράσεις
αφροντισία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.