αφροδίσια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αφροδίσια
      γενική των αφροδίσιων
    αιτιατική τα αφροδίσια
     κλητική αφροδίσια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφροδίσια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αφροδίσιος

Ουσιαστικό

αφροδίσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιστορία, θρησκεία) γιορτή προς τιμήν της Αφροδίτης
  2. (ιατρική) τα αφροδίσια νοσήματα
  3. (σπάνιο) η σεξουαλική απόλαυση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.