αφουγκραστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφουγκραστής οι αφουγκραστές
      γενική του αφουγκραστή των αφουγκραστών
    αιτιατική τον αφουγκραστή τους αφουγκραστές
     κλητική αφουγκραστή αφουγκραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφουγκραστής < αφουγκράζομαι + -τής

Ουσιαστικό

αφουγκραστής αρσενικό (θηλυκό: αφουγκράστρα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.