αφουγκράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφουγκράζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφουκράζομαι (με τροπή [k] > [g], τύπος του ἀφοκράζομαι με τροπή [o] > [u] / ἀφοκροῦμαι (κατά το σχήμα κρεμώ - κρεμάζω) < *ἐπακροῦμαι < αρχαία ελληνική ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fuˈɡɾa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φου‐γκρά‐ζο‐μαι
Ρήμα
αφουγκράζομαι, π.αόρ.: αφουγκράστηκα (αποθετικό ρήμα)
- προσέχω, για να ακούσω κάθε πιθανό ήχο
- ※ Με σκυφτό κεφάλι ο Φραγκίσκος αφουγκραζόταν ακίνητος. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
- αφούγκρασμα
- αφουγκραστής
- αφουγκράστρα
- → δείτε τη λέξη ακροώμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφουγκράζομαι | αφουγκραζόμουν(α) | θα αφουγκράζομαι | να αφουγκράζομαι | ||
| β' ενικ. | αφουγκράζεσαι | αφουγκραζόσουν(α) | θα αφουγκράζεσαι | να αφουγκράζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αφουγκράζεται | αφουγκραζόταν(ε) | θα αφουγκράζεται | να αφουγκράζεται | ||
| α' πληθ. | αφουγκραζόμαστε | αφουγκραζόμαστε αφουγκραζόμασταν |
θα αφουγκραζόμαστε | να αφουγκραζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αφουγκράζεστε | αφουγκραζόσαστε αφουγκραζόσασταν |
θα αφουγκράζεστε | να αφουγκράζεστε | (αφουγκράζεστε) | |
| γ' πληθ. | αφουγκράζονται | αφουγκράζονταν αφουγκραζόντουσαν |
θα αφουγκράζονται | να αφουγκράζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφουγκράστηκα | θα αφουγκραστώ | να αφουγκραστώ | αφουγκραστεί | ||
| β' ενικ. | αφουγκράστηκες | θα αφουγκραστείς | να αφουγκραστείς | αφουγκράσου | ||
| γ' ενικ. | αφουγκράστηκε | θα αφουγκραστεί | να αφουγκραστεί | |||
| α' πληθ. | αφουγκραστήκαμε | θα αφουγκραστούμε | να αφουγκραστούμε | |||
| β' πληθ. | αφουγκραστήκατε | θα αφουγκραστείτε | να αφουγκραστείτε | αφουγκραστείτε | ||
| γ' πληθ. | αφουγκράστηκαν αφουγκραστήκαν(ε) |
θα αφουγκραστούν(ε) | να αφουγκραστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αφουγκραστεί | είχα αφουγκραστεί | θα έχω αφουγκραστεί | να έχω αφουγκραστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αφουγκραστεί | είχες αφουγκραστεί | θα έχεις αφουγκραστεί | να έχεις αφουγκραστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αφουγκραστεί | είχε αφουγκραστεί | θα έχει αφουγκραστεί | να έχει αφουγκραστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφουγκραστεί | είχαμε αφουγκραστεί | θα έχουμε αφουγκραστεί | να έχουμε αφουγκραστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αφουγκραστεί | είχατε αφουγκραστεί | θα έχετε αφουγκραστεί | να έχετε αφουγκραστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αφουγκραστεί | είχαν αφουγκραστεί | θα έχουν αφουγκραστεί | να έχουν αφουγκραστεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αφουγκράζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.