αφιλοκαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφιλοκαλία οι αφιλοκαλίες
      γενική της αφιλοκαλίας των αφιλοκαλιών
    αιτιατική την αφιλοκαλία τις αφιλοκαλίες
     κλητική αφιλοκαλία αφιλοκαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφιλοκαλία < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλοκαλία

Ουσιαστικό

αφιλοκαλία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.