αφανιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφανιστής | οι | αφανιστές |
| γενική | του | αφανιστή | των | αφανιστών |
| αιτιατική | τον | αφανιστή | τους | αφανιστές |
| κλητική | αφανιστή | αφανιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφανιστής < (ελληνιστική κοινή) ἀφανιστής
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.