αφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφαγία οι αφαγίες
      γενική της αφαγίας των αφαγιών
    αιτιατική την αφαγία τις αφαγίες
     κλητική αφαγία αφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφαγία < α- + -φαγία

Ουσιαστικό

αφαγία θηλυκό

  • το να μην φάει κάποιος ή να μην θέλει να τρώει

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.