αφίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀφίστημι < ἀφ- + ἵστημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfi.sta.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φί‐στα‐μαι
- παρώνυμο: υφίσταμαι
Ρήμα
αφίσταμαι (αποθετικό ρήμα)
Συνώνυμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.