αυτοϋμνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοϋμνολογία οι αυτοϋμνολογίες
      γενική της αυτοϋμνολογίας των αυτοϋμνολογιών
    αιτιατική την αυτοϋμνολογία τις αυτοϋμνολογίες
     κλητική αυτοϋμνολογία αυτοϋμνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοϋμνολογία < αυτο- + υμνολογία

Ουσιαστικό

αυτοϋμνολογία[1] θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αυτοϋμνολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.