αυτοϊκανοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοϊκανοποίηση | οι | αυτοϊκανοποιήσεις |
| γενική | της | αυτοϊκανοποίησης* | των | αυτοϊκανοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αυτοϊκανοποίηση | τις | αυτοϊκανοποιήσεις |
| κλητική | αυτοϊκανοποίηση | αυτοϊκανοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοϊκανοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοϊκανοποίηση < αυτο- + ικανοποίηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.i.ka.noˈpi.i.si/
Ουσιαστικό
αυτοϊκανοποίηση θηλυκό
- το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τα επιτεύγματά του ή την κατάστασή του
- το να ικανοποιεί κάποιος σεξουαλικά τον εαυτό του, ο αυνανισμός
Μεταφράσεις
αυτοϊκανοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.