αυτομόλυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτομόλυνση | οι | αυτομολύνσεις |
| γενική | της | αυτομόλυνσης* | των | αυτομολύνσεων |
| αιτιατική | την | αυτομόλυνση | τις | αυτομολύνσεις |
| κλητική | αυτομόλυνση | αυτομολύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτομολύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτομόλυνση < αυτο- + μόλυνση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoinfection)
Ουσιαστικό
αυτομόλυνση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.