αυτοδραστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδραστικότητα οι αυτοδραστικότητες
      γενική της αυτοδραστικότητας των αυτοδραστικοτήτων
    αιτιατική την αυτοδραστικότητα τις αυτοδραστικότητες
     κλητική αυτοδραστικότητα αυτοδραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

αυτοδραστικότητα < αυτοδραστικότητα < αυτο- + δραστικότητα (βλ. αυτόδραση)

Ουσιαστικό

αυτοδραστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.