αυτοδιάψευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοδιάψευση | οι | αυτοδιαψεύσεις |
| γενική | της | αυτοδιάψευσης* | των | αυτοδιαψεύσεων |
| αιτιατική | την | αυτοδιάψευση | τις | αυτοδιαψεύσεις |
| κλητική | αυτοδιάψευση | αυτοδιαψεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιαψεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοδιάψευση < αυτοδιαψεύδομαι + -ση
Μεταφράσεις
αυτοδιάψευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.