αυτοδιαψεύδομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοδιαψεύδομαι < αυτο- + διαψεύδομαι
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοδιαψεύδομαι | αυτοδιαψευδόμουν(α) | θα αυτοδιαψεύδομαι | να αυτοδιαψεύδομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοδιαψεύδεσαι | αυτοδιαψευδόσουν(α) | θα αυτοδιαψεύδεσαι | να αυτοδιαψεύδεσαι | (αυτοδιαψεύδου) | |
| γ' ενικ. | αυτοδιαψεύδεται | αυτοδιαψευδόταν(ε) | θα αυτοδιαψεύδεται | να αυτοδιαψεύδεται | ||
| α' πληθ. | αυτοδιαψευδόμαστε | αυτοδιαψευδόμαστε αυτοδιαψευδόμασταν |
θα αυτοδιαψευδόμαστε | να αυτοδιαψευδόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοδιαψεύδεστε | αυτοδιαψευδόσαστε αυτοδιαψευδόσασταν |
θα αυτοδιαψεύδεστε | να αυτοδιαψεύδεστε | (αυτοδιαψεύδεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοδιαψεύδονται | αυτοδιαψεύδονταν αυτοδιαψευδόντουσαν |
θα αυτοδιαψεύδονται | να αυτοδιαψεύδονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοδιαψεύστηκα | θα αυτοδιαψευστώ | να αυτοδιαψευστώ | αυτοδιαψευστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοδιαψεύστηκες | θα αυτοδιαψευστείς | να αυτοδιαψευστείς | αυτοδιαψεύσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοδιαψεύστηκε | θα αυτοδιαψευστεί | να αυτοδιαψευστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοδιαψευστήκαμε | θα αυτοδιαψευστούμε | να αυτοδιαψευστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοδιαψευστήκατε | θα αυτοδιαψευστείτε | να αυτοδιαψευστείτε | αυτοδιαψευστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοδιαψεύστηκαν αυτοδιαψευστήκαν(ε) |
θα αυτοδιαψευστούν(ε) | να αυτοδιαψευστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοδιαψευστεί | είχα αυτοδιαψευστεί | θα έχω αυτοδιαψευστεί | να έχω αυτοδιαψευστεί | αυτοδιαψευσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοδιαψευστεί | είχες αυτοδιαψευστεί | θα έχεις αυτοδιαψευστεί | να έχεις αυτοδιαψευστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοδιαψευστεί | είχε αυτοδιαψευστεί | θα έχει αυτοδιαψευστεί | να έχει αυτοδιαψευστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοδιαψευστεί | είχαμε αυτοδιαψευστεί | θα έχουμε αυτοδιαψευστεί | να έχουμε αυτοδιαψευστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοδιαψευστεί | είχατε αυτοδιαψευστεί | θα έχετε αυτοδιαψευστεί | να έχετε αυτοδιαψευστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοδιαψευστεί | είχαν αυτοδιαψευστεί | θα έχουν αυτοδιαψευστεί | να έχουν αυτοδιαψευστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοδιαψεύδομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.