αυτοδιάλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοδιάλυση | οι | αυτοδιαλύσεις |
| γενική | της | αυτοδιάλυσης* | των | αυτοδιαλύσεων |
| αιτιατική | την | αυτοδιάλυση | τις | αυτοδιαλύσεις |
| κλητική | αυτοδιάλυση | αυτοδιαλύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιαλύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοδιάλυση < αυτοδιαλύομαι + -ση
Μεταφράσεις
αυτοδιάλυση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.