αυτογαμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτογαμία οι αυτογαμίες
      γενική της αυτογαμίας των αυτογαμιών
    αιτιατική την αυτογαμία τις αυτογαμίες
     κλητική αυτογαμία αυτογαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autogamie < αρχαία ελληνική αὐτός + γαμέω

Ουσιαστικό

αυτογαμία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.