αυστραλοπίθηκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυστραλοπίθηκος οι αυστραλοπίθηκοι
      γενική του αυστραλοπίθηκου
& αυστραλοπιθήκου
των αυστραλοπίθηκων
& αυστραλοπιθήκων
    αιτιατική τον αυστραλοπίθηκο τους αυστραλοπίθηκους
& αυστραλοπιθήκους
     κλητική αυστραλοπίθηκε αυστραλοπίθηκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυστραλοπίθηκος < νεολατινική Australopithecus[1] < λατινική australis (νότιος) - επειδή βρέθηκε για πρώτη φορά στην Νότιο Αφρική

Προφορά

ΔΦΑ : /af.stɾa.loˈpi.θi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυστραλοπίθηκος

Ουσιαστικό

αυστραλοπίθηκος αρσενικό

Συγγενικά

  • αυστραλοπιθηκάνθρωπος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.