αυστραλοπίθηκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυστραλοπίθηκος | οι | αυστραλοπίθηκοι |
| γενική | του | αυστραλοπίθηκου & αυστραλοπιθήκου |
των | αυστραλοπίθηκων & αυστραλοπιθήκων |
| αιτιατική | τον | αυστραλοπίθηκο | τους | αυστραλοπίθηκους & αυστραλοπιθήκους |
| κλητική | αυστραλοπίθηκε | αυστραλοπίθηκοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυστραλοπίθηκος < νεολατινική Australopithecus[1] < λατινική australis (νότιος) - επειδή βρέθηκε για πρώτη φορά στην Νότιο Αφρική
Προφορά
- ΔΦΑ : /af.stɾa.loˈpi.θi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐στρα‐λο‐πί‐θη‐κος
Συγγενικά
- αυστραλοπιθηκάνθρωπος
Αναφορές
- αυστραλοπίθηκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.