αυθυπόσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυθυπόσταση | οι | αυθυποστάσεις |
| γενική | της | αυθυπόστασης* | των | αυθυποστάσεων |
| αιτιατική | την | αυθυπόσταση | τις | αυθυποστάσεις |
| κλητική | αυθυπόσταση | αυθυποστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυθυποστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυθυπόσταση < αυθυπόστατος + -ση
Μεταφράσεις
αυθυπόσταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.