αυγουλομάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυγουλομάτης | οι | αυγουλομάτηδες |
| γενική | του | αυγουλομάτη | των | αυγουλομάτηδων |
| αιτιατική | τον | αυγουλομάτη | τους | αυγουλομάτηδες |
| κλητική | αυγουλομάτη | αυγουλομάτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αυγουλομάτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.