ατύπωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατύπωτος η ατύπωτη το ατύπωτο
      γενική του ατύπωτου της ατύπωτης του ατύπωτου
    αιτιατική τον ατύπωτο την ατύπωτη το ατύπωτο
     κλητική ατύπωτε ατύπωτη ατύπωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατύπωτοι οι ατύπωτες τα ατύπωτα
      γενική των ατύπωτων των ατύπωτων των ατύπωτων
    αιτιατική τους ατύπωτους τις ατύπωτες τα ατύπωτα
     κλητική ατύπωτοι ατύπωτες ατύπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατύπωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ατύπωτος

  1. που δεν έχει τυπωθεί
    όλες οι μεσαίες σελίδες είναι ατύπωτες
  2. (κατ’ επέκταση) που δεν τον έχουν εκδώσει, που δεν έχει κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή
    όλα τα έργα του παρέμειναν ατύπωτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.