ατζέντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατζέντης οι ατζέντηδες
      γενική του ατζέντη των ατζέντηδων
    αιτιατική τον ατζέντη τους ατζέντηδες
     κλητική ατζέντη ατζέντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατζέντης < ιταλική agente

Ουσιαστικό

ατζέντης αρσενικό

  • (επάγγελμα) πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση υποθέσεων (ιδίως καλλιτεχνών) με αμοιβή, πράκτορας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.