σφύζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σφύζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφύζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφύ‐ζω
Ρήμα
σφύζω
- πάλλομαι, χτυπώ δυνατά
- (μεταφορικά) είμαι γεμάτος ζωντάνια, ευρωστία
- ↪ το χωριό έσφυζε από κίνηση και ζωή
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.