σφύζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σφύζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφύζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsfi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφύζω

Ρήμα

σφύζω

  1. πάλλομαι, χτυπώ δυνατά
  2. (μεταφορικά) είμαι γεμάτος ζωντάνια, ευρωστία
    το χωριό έσφυζε από κίνηση και ζωή

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.