ασυρματοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυρματοφόρος | η | ασυρματοφόρος & ασυρματοφόρα |
το | ασυρματοφόρο |
| γενική | του | ασυρματοφόρου | της | ασυρματοφόρου & ασυρματοφόρας |
του | ασυρματοφόρου |
| αιτιατική | τον | ασυρματοφόρο | την | ασυρματοφόρο & ασυρματοφόρα |
το | ασυρματοφόρο |
| κλητική | ασυρματοφόρε | ασυρματοφόρε & ασυρματοφόρα |
ασυρματοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυρματοφόροι | οι | ασυρματοφόροι & ασυρματοφόρες |
τα | ασυρματοφόρα |
| γενική | των | ασυρματοφόρων | των | ασυρματοφόρων | των | ασυρματοφόρων |
| αιτιατική | τους | ασυρματοφόρους | τις | ασυρματοφόρους & ασυρματοφόρες |
τα | ασυρματοφόρα |
| κλητική | ασυρματοφόροι | ασυρματοφόροι & ασυρματοφόρες |
ασυρματοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυρματοφόρος < ασύρματ(ος) + -ο- + -φόρος
Επίθετο
ασυρματοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει, που έχει ασύρματο
- ο στρατός είναι εξοπλισμένος με ασυρματοφόρα οχήματα
Μεταφράσεις
ασυρματοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.