ασυρματιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασυρματιστής οι ασυρματιστές
      γενική του ασυρματιστή των ασυρματιστών
    αιτιατική τον ασυρματιστή τους ασυρματιστές
     κλητική ασυρματιστή ασυρματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυρματιστής < ασύρματος (συσκευή)

Ουσιαστικό

ασυρματιστής αρσενικό (θηλυκό ασυρματίστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.