ασυζήτητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυζήτητος | η | ασυζήτητη | το | ασυζήτητο |
| γενική | του | ασυζήτητου | της | ασυζήτητης | του | ασυζήτητου |
| αιτιατική | τον | ασυζήτητο | την | ασυζήτητη | το | ασυζήτητο |
| κλητική | ασυζήτητε | ασυζήτητη | ασυζήτητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυζήτητοι | οι | ασυζήτητες | τα | ασυζήτητα |
| γενική | των | ασυζήτητων | των | ασυζήτητων | των | ασυζήτητων |
| αιτιατική | τους | ασυζήτητους | τις | ασυζήτητες | τα | ασυζήτητα |
| κλητική | ασυζήτητοι | ασυζήτητες | ασυζήτητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυζήτητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ασυζήτητος, -η, -ο
- που δεν έχει συζητηθεί
- που δεν επιδέχεται συζήτηση
- η προσφορά βοήθειας προς τις πληγείσες περιοχές είναι ασυζήτητη
Μεταφράσεις
ασυζήτητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.