ασυγχρονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασυγχρονισμός οι ασυγχρονισμοί
      γενική του ασυγχρονισμού των ασυγχρονισμών
    αιτιατική τον ασυγχρονισμό τους ασυγχρονισμούς
     κλητική ασυγχρονισμέ ασυγχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυγχρονισμός < α- + συγχρονισμός

Ουσιαστικό

ασυγχρονισμός αρσενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.