αστρόφεγγο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστρόφεγγο | τα | αστρόφεγγα |
| γενική | του | αστρόφεγγου | των | αστρόφεγγων |
| αιτιατική | το | αστρόφεγγο | τα | αστρόφεγγα |
| κλητική | αστρόφεγγο | αστρόφεγγα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστρόφεγγο < αστρόφεγγος (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε αστρό- + -φεγγο
Ουσιαστικό
αστρόφεγγο ουδέτερο
Μεταφράσεις
αστρόφεγγο
|
|
Πηγές
- αστρόφεγγο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.