αστρολούλουδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστρολούλουδο τα αστρολούλουδα
      γενική του αστρολούλουδου των αστρολούλουδων
    αιτιατική το αστρολούλουδο τα αστρολούλουδα
     κλητική αστρολούλουδο αστρολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστρολούλουδο < αστρο- + λουλούδ(ι) + -ο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /a.stɾoˈlu.lu.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστρολούλουδο

Ουσιαστικό

αστρολούλουδο ουδέτερο

  1. (λουλούδι) συνώνυμο του μπουράτζα
  2. (βοτανική) γενική κοινή ονομασία για λουλούδια με σχήμα αστεριού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.