αστρολούλουδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστρολούλουδο | τα | αστρολούλουδα |
| γενική | του | αστρολούλουδου | των | αστρολούλουδων |
| αιτιατική | το | αστρολούλουδο | τα | αστρολούλουδα |
| κλητική | αστρολούλουδο | αστρολούλουδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστρολούλουδο < αστρο- + λουλούδ(ι) + -ο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.stɾoˈlu.lu.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐λού‐λου‐δο
Ουσιαστικό
αστρολούλουδο ουδέτερο
-
starflower (αποσαφήνιση) στην αγγλική Βικιπαίδεια
(όρος για πολλά διαφορετικά φυτά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.