αστέγαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστέγαστος | η | αστέγαστη | το | αστέγαστο |
| γενική | του | αστέγαστου | της | αστέγαστης | του | αστέγαστου |
| αιτιατική | τον | αστέγαστο | την | αστέγαστη | το | αστέγαστο |
| κλητική | αστέγαστε | αστέγαστη | αστέγαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστέγαστοι | οι | αστέγαστες | τα | αστέγαστα |
| γενική | των | αστέγαστων | των | αστέγαστων | των | αστέγαστων |
| αιτιατική | τους | αστέγαστους | τις | αστέγαστες | τα | αστέγαστα |
| κλητική | αστέγαστοι | αστέγαστες | αστέγαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστέγαστος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αστέγαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.