ασκούπιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκούπιστος η ασκούπιστη το ασκούπιστο
      γενική του ασκούπιστου της ασκούπιστης του ασκούπιστου
    αιτιατική τον ασκούπιστο την ασκούπιστη το ασκούπιστο
     κλητική ασκούπιστε ασκούπιστη ασκούπιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκούπιστοι οι ασκούπιστες τα ασκούπιστα
      γενική των ασκούπιστων των ασκούπιστων των ασκούπιστων
    αιτιατική τους ασκούπιστους τις ασκούπιστες τα ασκούπιστα
     κλητική ασκούπιστοι ασκούπιστες ασκούπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασκούπιστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασκούπιστος

  • χώρος που δεν τον καθάρισαν με σκούπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.