ασκεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασκεπής | η | ασκεπής | το | ασκεπές |
| γενική | του | ασκεπούς* | της | ασκεπούς | του | ασκεπούς |
| αιτιατική | τον | ασκεπή | την | ασκεπή | το | ασκεπές |
| κλητική | ασκεπή(ς) | ασκεπής | ασκεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασκεπείς | οι | ασκεπείς | τα | ασκεπή |
| γενική | των | ασκεπών | των | ασκεπών | των | ασκεπών |
| αιτιατική | τους | ασκεπείς | τις | ασκεπείς | τα | ασκεπή |
| κλητική | ασκεπείς | ασκεπείς | ασκεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασκεπής < (ελληνιστική κοινή) ἀσκεπής
Επίθετο
ασκεπής, -ής, -ές
- που δεν φοράει καπέλο ή άλλο κάλυμμα της κεφαλής
- που δεν έχει σκεπή (π.χ. οίκημα)
- που είναι απροστάτευτος
Μεταφράσεις
ασκεπής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.