αρχοντογυναίκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχοντογυναίκα οι αρχοντογυναίκες
      γενική της αρχοντογυναίκας των αρχοντογυναικών
    αιτιατική την αρχοντογυναίκα τις αρχοντογυναίκες
     κλητική αρχοντογυναίκα αρχοντογυναίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχοντογυναίκα <  δείτε τις λέξεις άρχοντας και γυναίκα

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.xon.do.ʝiˈne.ka/

Ουσιαστικό

αρχοντογυναίκα θηλυκό (αρσενικό αρχοντάνθρωπος)

  1. γυναίκα με εμφάνιση και τρόπους που ταιριάζουν σε αρχόντισσα
  2. γενναιόδωρη
    συχνά δίνει χρήματα σε φιλανθρωπίες, σκέτη αρχοντογυναίκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.