αρχοντογυναίκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχοντογυναίκα | οι | αρχοντογυναίκες |
| γενική | της | αρχοντογυναίκας | των | αρχοντογυναικών |
| αιτιατική | την | αρχοντογυναίκα | τις | αρχοντογυναίκες |
| κλητική | αρχοντογυναίκα | αρχοντογυναίκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.xon.do.ʝiˈne.ka/
Ουσιαστικό
αρχοντογυναίκα θηλυκό (αρσενικό αρχοντάνθρωπος)
- γυναίκα με εμφάνιση και τρόπους που ταιριάζουν σε αρχόντισσα
- γενναιόδωρη
- συχνά δίνει χρήματα σε φιλανθρωπίες, σκέτη αρχοντογυναίκα
Μεταφράσεις
αρχοντογυναίκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.