αρχαιογνώστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχαιογνώστης | οι | αρχαιογνώστες |
| γενική | του | αρχαιογνώστη | των | αρχαιογνωστών |
| αιτιατική | τον | αρχαιογνώστη | τους | αρχαιογνώστες |
| κλητική | αρχαιογνώστη | αρχαιογνώστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχαιογνώστης αρσενικό
- αυτός που έχει γνώσεις σχετικές με την αρχαιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.