αρραβωνιαστικιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρραβωνιαστικιά | οι | αρραβωνιαστικιές |
| γενική | της | αρραβωνιαστικιάς | των | αρραβωνιαστικιών |
| αιτιατική | την | αρραβωνιαστικιά | τις | αρραβωνιαστικιές |
| κλητική | αρραβωνιαστικιά | αρραβωνιαστικιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρραβωνιαστικιά < θηλυκό του αρραβωνιαστικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.ɲa.stiˈca/
Ουσιαστικό
αρραβωνιαστικιά θηλυκό
- αυτή που συνδέεται με αμοιβαία υπόσχεση γάμου με κάποιον, σε σχέση με αυτόν
- ο Γιώργος σήμερα θα μας γνωρίσει την αρραβωνιαστικιά του
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.