αρπακτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρπακτικότητα οι αρπακτικότητες
      γενική της αρπακτικότητας των αρπακτικοτήτων
    αιτιατική την αρπακτικότητα τις αρπακτικότητες
     κλητική αρπακτικότητα αρπακτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρπακτικότητα < αρπακτικός

Ουσιαστικό

αρπακτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.