αρμένισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρμένισμα | τα | αρμενίσματα |
| γενική | του | αρμενίσματος | των | αρμενισμάτων |
| αιτιατική | το | αρμένισμα | τα | αρμενίσματα |
| κλητική | αρμένισμα | αρμενίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈme.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μέ‐νι‐σμα
Ουσιαστικό
αρμένισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του αρμενίζω
- συνώνυμο του αρμενισιά, ταξίδι, ιστιοπλοΐα
- (μεταφορικά) περιπλάνηση
- (μεταφορικά) συνώνυμο του αρμένιασμα, ο επιλόχειος πυρετός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άρμενο
Μεταφράσεις
αρμένισμα
|
Πηγές
- αρμένισμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρμένισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.