αρλουμπολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία el
αρλούμπα + -ολόγημα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρλουμπολόγημα | τα | αρλουμπολογήματα |
| γενική | του | αρλουμπολογήματος | των | αρλουμπολογημάτων |
| αιτιατική | το | αρλουμπολόγημα | τα | αρλουμπολογήματα |
| κλητική | αρλουμπολόγημα | αρλουμπολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αρλουμπολόγημα ουδέτερο, ενικός (αρλουμπολογήματα πληθυντικός)
- χαζά λόγια, κουτές ιδέες, κουταμάρες, κοτσάνες, βλακείες, μαλακίες
- λέξεις, φράσεις ή ήχοι δίχως νόημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.