αρλουμπολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία el

αρλούμπα + -ολόγημα

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρλουμπολόγημα τα αρλουμπολογήματα
      γενική του αρλουμπολογήματος των αρλουμπολογημάτων
    αιτιατική το αρλουμπολόγημα τα αρλουμπολογήματα
     κλητική αρλουμπολόγημα αρλουμπολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αρλουμπολόγημα ουδέτερο, ενικός (αρλουμπολογήματα πληθυντικός)

  1. χαζά λόγια, κουτές ιδέες, κουταμάρες, κοτσάνες, βλακείες, μαλακίες
  2. λέξεις, φράσεις ή ήχοι δίχως νόημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.